- κατάρατος
- -η, -ο (AM κατάρατος, -ον) [καταρώμαι]ο άξιος κατάρας, ο μισητός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάρατος — κατάρᾱτος , κατάρατος accursed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρητος — και κατήρητος, ον (Α) κατάρατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. τού κατάρατος*] … Dictionary of Greek
πολυκατάρατος — η, ο, Ν αυτός που τόν έχουν καταραστεί με βαριές κατάρες, ο πολύ καταραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κατάρατος (< καταρώμαι), πρβλ. τρισ κατάρατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χ. Δ. Μεγδάνη] … Dictionary of Greek
τρισκατάρατος — η, ο / τρισκατάρατος, ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α τρεις φορές καταραμένος, επικατάρατος νεοελλ. μσν. το αρσ. ως ουσ. ο αντίχριστος, ο διάβολος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο τρισκατάρατος μτφ. άνθρωπος δόλιος, σατανικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * +… … Dictionary of Greek
καταρατοτάτων — καταρᾱτοτάτων , κατάρατος accursed fem gen superl pl καταρᾱτοτάτων , κατάρατος accursed masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρατότατον — καταρᾱτότατον , κατάρατος accursed masc acc superl sg καταρᾱτότατον , κατάρατος accursed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρατ' — κατάρᾱτα , κατάρατος accursed neut nom/voc/acc pl κατάρᾱτε , κατάρατος accursed masc/fem voc sg κατά̱ρατο , καταίρω take down aor ind mid 3rd sg (doric aeolic) κατά̱ρατε , καταίρω take down aor imperat act 2nd pl κατά̱ρατε , καταίρω take down… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρατον — κατάρᾱτον , κατάρατος accursed masc/fem acc sg κατάρᾱτον , κατάρατος accursed neut nom/voc/acc sg κατά̱ρατον , καταίρω take down aor imperat act 2nd dual κατά̱ρατον , καταίρω take down aor ind act 2nd dual (doric aeolic) κατά̱ρατον , καταίρω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
треклятый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. пребеззаконный, достойный проклятия; (κατάρατος) проклятый … Словарь церковнославянского языка
ακατάρατος — η, ο και ακατάρετος, η, ο και ακατάρωτος, η, ο αυτός που δεν τόν έχουν καταραστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ρημ. επίθ. καταρατός < καταριέμαι ο τ. ακατάρωτος σχηματίζεται αναλογικά προς τα επίθ. που προέρχονται από ρήματα σε ώνω] … Dictionary of Greek